Πάνω, ο φάρος του Peniche από το κόκκπιτ της S/Y Famagusta ορτσάροντας για Μπισκάγια και στην κεντρική μεγάλη φωτογραφία ο φάρος, ο βράχος-πουλί και τα νησιά Berlengas στον ορίζοντα.
Πάνω, ο φάρος του Peniche από το κόκκπιτ της S/Y Famagusta ορτσάροντας για Μπισκάγια και στην κεντρική μεγάλη φωτογραφία ο φάρος, ο βράχος-πουλί και τα νησιά Berlengas στον ορίζοντα.
Πάνω, Το Peniche σε αεροφωτογραφία. Το επιβλητικό φρούριο ακουμπάει την μικρή μαρίνα όπου δέναμε με την Famagusta.
Κάτω, η Famagusta πλαγιοδετημένη στην πλωτή προβλήτα της Μαρίνας και στην τελευταία φωτογραφία, ο βράχος-πουλί που στέκει μέσα στην θάλασσα, κάτω από τον φάρο, την στιγμή που εξερχόμαστε του λιμανιού με μεγάλο κυματισμό και με προορισμό βόρεια την Α Coruna.
ΤΟ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ ΑΠΑΓΚΙΟ ΤΟΥ PENICHE
Όταν το 2011 μελέταγα την διαδρομή κατά μήκος των δυτικοευρωπαϊκών ατλαντικών ακτών για το Πέρασμα Βαλτικής - Κανάριων Νησιών, σε όλα τη σχετική βιβλιογραφία αναφερόταν, πως αν σε πιάσει κακοκαιρία στον Ατλαντικό, δεν υπάρχουν λιμάνια στις ακτές που θα σου προσφέρουν ασφαλές απάγκιο. Η συμβουλή τους ήταν να παραμείνεις μακριά από την στεριά μέχρι να καταλαγιάσει η θύελλα. Μάλλον τούτα τα μυθεύματα γράφτηκαν από ανθρώπους που ποτέ δεν ταξίδεψαν την θάλασσα αυτή. Όντως, τις πρώτες χρονιές των ετήσιων Περασμάτων ορτσάραμε ή ταξιδεύαμε στα πρίμα μακριά από τις ευρωπαϊκές ακτές, αφήνοντας το άγριο κήτος της Ευρώπης (κατά τους γραφιάδες) να κοιμάται μακριά μας και εμείς με πλήρη ιστιοφορία να τριμάρουμε και να ιδρώνουμε για την μέγιστη ταχύτητα. Όταν κλείσαμε, όμως, σύντομα τα βιβλία και ανοίξαμε τα μάτια, ανακαλύψαμε το λιμάνι της Vilamoura στη Νότιο Πορτογαλία, το Cascais στην μπούκα της Λισαβόνας, το Peniche στα μέσα της πορτογαλικής ακτογραμμής, το Porto και το Vigo πιο βόρεια και την θρυλική A Coruna στο νότιο άκρο της Μπισκάγιας.
Το Peniche έτυχε να το επισκεφτώ για πρώτη φορά τον Απρίλη του 2015. Ανέβαινα από το Γκραν Κανάρια για Βαλτική με πρώτη αλλαγή πληρώματος στην A Coruna. Είχαμε πιάσει ήδη, ως συνήθως, το λιμάνι της Vilamoura στον πορτογαλικό Νότο και ορτσάραμε βόρεια για την ισπανική A Coruna με ανέμους βόρειους, βορειοανατολικούς 7 μποφόρ. Δύο μερόνυχτα μετά τον απόπλου από την Vilamoura και ενώ είχαμε ήδη διανύσει κάπου 190 μίλια και προσπεράσει την Λισαβόνα, συνεχίζαμε να πλέουμε με συνεχή τακ και με τον αέρα να παραμένει βοριάς και να δυναμώνει σε 35 με 40 κόμβους. Στρώματα, μαξιλάρες και γενικά το εσωτερικό του σκάφους είχε γίνει και πάλι μούσκεμα. Οι νιτσεράδες του πληρώματος αποτελούσαν πλέον μόνιμη στολή, τόσο κατά τις βάρδιες όσο και κατά τον ύπνο. Ξημερώματα της τρίτης μέρας και ενώ πλέαμε στα 20 μίλια από τις ακτές για να αποφεύγουμε τα παράκτια δίχτυα των ψαράδων, αποφασίσαμε να πιάσουμε κάποιο λιμάνι και να περιμένουμε 24 ώρες μέχρι να γυρίσει ο άνεμος σε βορειοανατολικό, όπως δίναν οι προβλέψεις. Κοντινότερο λιμάνι ήταν αυτό το Peniche. Η μπούκα του λιμανιού που βλέπει νότο, με τους βοριάδες που έπνεαν, δεν είχε κυματισμό και ο κατάπλους ήταν εύκολος. Όλοι στο κατάστρωμα κοιτάζαμε μαγεμένοι τον γιγάντιο κυματοθραύστη, ενώ το τεράστιο σε έκταση λιμάνι που ξεπρόβαλε μας σαγήνεψε για τα καλά.
Η μαρίνα της πόλης, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στον παλιό προμαχώνα, ήταν μικρή χωρίς ελλιμενισμένα σκάφη αναψυχής. Στις λιγοστές πλωτές προβλήτες της ήταν δεμένα κάποια μικρά ταχύπλοα, που μεταφέρουν ημερήσιους παραθεριστές στο μικρονήσι Berlenga, που βρίσκεται στα 7 μίλια δυτικά του Peniche. Η εξωτερική πλωτή προβλήτα ήταν ελεύθερη για τα καταπλέοντα σκάφη αναψυχής. Τούτο το θηριώδες ατλαντικό λιμάνι αποτελεί ένα απάγκιο και μόνο για τα διερχόμενα σκάφη. Φαίνεται, πως κανείς δεν οραματίζεται το ιστιοφόρο του να είναι “Νηολογίου Peniche!” Για τους διερχόμενους, όμως, τούτος ο τόπος είναι “η Ευλογία του Διός,” το προστατευτικό χέρι της Θεάς Αθηνάς, που φέρνει την γαλήνη σε πλοία και πληρώματα. Και όταν κατά το σούρουπο το Διονύσιο χαμόγελο θα έχει επανέλθει στα πρόσωπα των ναυτών, τότε είναι που θα πρέπει να σημάνει η ώρα για μια κακαβιά στο στέκι των ψαράδων της περιοχής, την λιμανοταβέρνα A Sardinha!