Σε έναν ιστιοπλοϊκό αγώνα που συμμετείχαμε το 2009, στο Baltic Cup, είχαμε γνωρίσει μια παρέα βιζανιάρικων από το Κίελο, τσαμπιόνια στο τριμάρισμα των πανιών και στο σωστό τιμόνεμα. Έτρεχαν με ένα νοικιάρικο Bavaria έχοντας αναρτημένη, τόσο στα λιμάνια όσο και στις ιστιοδρομίες, μια τεράστια σημαία με τη λέξη “Vaseline.”
Πριν από χρόνια, σε έναν άλλον αγώνα, αφού κέρδισαν την πρώτη ιστιοδρομία και έδεσαν στο λιμάνι, κρέμασαν από τα ρέλια του σκάφους τέσσερα-πέντε γυναικεία σουτιέν και στον σημαιοβαστό μια κόκκινη μεταξωτή κιλότα με τα χρυσοκέντητα γράμματα “Love”. Το άλλο πρωί έγινε το έλα να δεις. Οι διοργανωτές τους απέκλεισαν από τον αγώνα και πέρασαν από τότε τρία χρόνια μέχρι να τους ξαναδεχτούν, κι αυτό υπό όρους. Τούτη τη φορά, στον αγώνα που συμμετείχαμε και εμείς, είχαν κουβαλήσει μαζί τους μια διαφημιστική σημαία του προϊόντος “Vaseline,” έξι δεκάλιτρες βότκες και φωτορυθμικά λαμπιόνια που τα κρέμαγαν, όποτε έδεναν, σε μάτσα, σπρέυχουντ και ρέλια του κόκπιτ.
Στο “Open Vaseline Party” που διοργάνωσαν πάνω στο σκάφος πήγαμε και εμείς, αφενός για να τους ευχηθούμε για την εκ νέου νίκη τους στην πρώτη ιστιοδρομία και αφετέρου για να τους παραστρατίσουμε, προσφέροντάς τους για δώρο έναν Johnnie Black Label και ένα σπανιόλικο Rioja. Για την μπανιέρα με τις βότκες δεν είχαμε ιδέα… Gia mas! από δω, gia mas! απο κει, και κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, όταν είχαμε γίνει πια ντέφι εμείς και όχι οι οικοδεσπότες μας, καληνυχτίσαμε ευγενικά και απήλθαμε με πλάγια βηματάκια, εγκαταλείποντας πίσω μας το κόκκπιτ με τα φωτορυθμικά, τους αλλαλούντες νέους και τον μούτσο μας … Ο μούτσος μας, ο Μπγιέρν, που ήταν και ο νεότερος του πληρώματός μου, επέμενε να μείνει και να βοτκακοντραριστεί με τα βιζανιάρικα. Του καλάρεσε η παρέα τους και το δωρεάν βοτκιλίκι.
Τα ξημερώματα άκουσα βήματα πάνω στην κουβέρτα του σκάφους και κάποιον να ρωτάει: “Είσαι σίγουρος πως αυτό είναι το σκάφος σου;” Την απάντηση δεν την άκουσα. Το πρωί βρήκα τον μούτσο μας να κοιμάται στο κόκκπιτ, ο μισός μέσα, πάνω στις μαξιλάρες, κι ο μισός έξω, με τα πόδια του να κρέμονται από τα ρέλια και να κοιτούν την θάλασσα.
Από ότι μας είπε ο ξένος καπετάνιος αργότερα, τον βρήκε να κοιμάται πάλι κατά τον ίδιο τρόπο, ο μισός πάνω στην αποβάθρα και ο μισός πάνω στα ρέλια ενός ξένου σκάφους. Όταν τον είδε μέσ΄ στη νύχτα και τον περιμάζεψε, τον ρώτησε σε ποιο σκάφος ανήκει, και αυτός, παρά την τύφλα του, του απάντησε: “Στην Famagusta.”
Ηθικό δίδαγμα; Πιες ότι θες και όσο θες. Να θυμάσαι μόνο που έχει δέσει το σκάφος σου, ή έστω, καλού-κακού, το όνομά του!