Θα΄ταν δεν θα ’ταν περασμένο μεσημέρι όταν γύρισε στο σκάφος ο Μούτσος Μπγιέρν από τον συνοικιακό φούρνο με τα ψωμάκια που τού ΄χαμε παραγγείλει για τα βραδινά Berger. Ο καρντάσης Άγιαν τα χρειάζονταν πάραυτα γιατί, όπως και κατά την τελευταία θαλασσοπορεία Κλίντον-Κοπεγχάγη, θα φιλοτεχνούσε και πάλι εκείνα τα Berger που ξετρέλαιναν πάντα το πλήρωμα. Θέλαμε τούτο το πρώτο Κοπεγχάγειο Δείπνο στο πιλοτήριο του σκάφους να αποτελείται από την πιο πετυχημένη συνταγή του: Berger από φρέσκο βοδινό κιμά, ντοματίνια campari, ροδέλες ξερού κόκκινου κρεμμυδιού και στην κορυφή τσιγαρισμένες φέτες μπέικον. Ως πράσινη εξισορροπητική νότα, τα Berger θα εμπεριείχαν καυτερά φύλλα ρόκας.
Μιας και το “Πρωινό” είχε τελειώσει κατά τις δώδεκα και τώρα η ώρα ήταν δύο, το πρώτο κόκκινο κρασί είχε ήδη ανοιχτεί και μοιραστεί στα κολονάτα γυάλινα ποτήρια του πληρώματος, που αναρωτιόταν πάνω στην κουβέντα για το κατά πού έπεφτε αυτή η “Χριστιάνια,” η χίππικη γειτονιά της Κοπεγχάγης.
“Καλώς τον και ας άργησε” του φώναξα καθώς σάλταρε από τον μόλο πάνω στο κατάστρωμα. “Τον πρώτο γύρο της Rioya τον έχασες και αν δεν κάτσεις γρήγορα κάτω θα χάσεις και τον δεύτερο” συμπλήρωσα. “Μα δε μου λές, στην μια σακούλα είναι τα ψωμάκια. Η άλλη τι έχει μέσα;” ξαναρώτησα.
“Σκίππερ, ο μπακάλης...”
“Αγόρη μου, δεν είναι μπακάλης, φούρναρης είναι...”
“Ναι. Τέλος πάντων, αυτός… μου έδωσε από τούτη την πίττα να δοκιμάσω. Μου άρεσε και αγόρασα όλο το ταψί...”
“Με τα λεφτά σου, ελπίζω...”
“Οχι. Με την πιστωτική κάρτα του σκάφους...”
“Βρε, αθεόφοβε...” επενέβη φωνάζοντας ο “Στόιερμαν (τιμονιέρης) Ούβε” που εκτελούσε σε όλες τις θαλασσοπορείες και χρέη Ταμία “...αυτή η κάρτα είναι το ΄Κοινό Ταμείο του Σκάφους΄ στο οποίο εσύ, βέβαια, ποτέ δεν συμμετέχεις… Δεν έπρεπε να ρωτήσεις πρώτα;”
“Μα όλοι θα φάτε από την πίττα… Γιατί να ρωτήσω;”
“Άν κρίνω από το φαρδύ, ουράνιο χαμόγελο και τα κόκκινα μάτια σου, σίγουρα δεν θα δοκιμάσουμε...” του απάντησε ο Ούβε. “Χασισόπιττα, αγόρι μου, σου πούλησε...” “Μα αυτός μου είπε πως είναι από κριθάρι...” “Ναι, από weed, μικρέ μου, όχι από wheat...” “Ε, καλά, και; Πίτα είναι, δεν είναι τσιγάρο...”
“Λοιπόν, μικρέ μας Μπγιέρν, αν μας πεις πόση ώρα σου πήρε για να βρεις τον δρόμο πίσω προς το σκάφος, ε τότε μπορεί και να δοκιμάσουμε” του ΄πα γελώντας. “Καπετάνιε, ο άνθρωπος ήταν πολύ ευγενής...”
“Τρέχα τότε και ρώτα τον, που να πάμε να τα πιούμε το βράδυ. Σίγουρα, έτσι ευγενής που είναι, θα ξέρει και τα καλύτερα μέρη. Πες του πως μας αρέσει η Jazz και τα Country Blues… Ρώτα τον και που πουλάνε ΄καθαρά πούρα, όχι ουράνια...”
Ο Ματρόζος Μπγιέρν έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Κατά τις οκτώ το βράδυ χτύπησε το κινητό του Ούβε. Η είδηση ήταν πως ο Ματρόζος θα έστελνε μια Τζαμαϊκανή να μας πάρει από το σκάφος και χέρι-χέρι να μας οδηγήσει σε μια παλιά αποθήκη μέσα στην “απαγορευμένη πόλη” όπου έπαιζαν πειραματική τζάζ μουσική και country blues. Το γιατί δεν γύρισε από τον ...μπακάλη, θα μας το εξηγούσε κατά την νυχτερινή διασκέδαση.
"Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ"
Η Christiania, η αυτοαποκαλούμενη “Ελέυθερη Πολιτεία” των περίπου 850 κατοίκων, δημιουργήθηκε το 1971 όταν καταληψίες σπιτιών και χίπις κατέλαβαν τον πρώην στρατώνα Bådsmandsstræde στην Κοπεγχάγη της Δανίας, ο οποίος περιλαμβάνει μερικά από τα καλύτερα σωζόμενα αμυντικά έργα του 17ου αιώνα στον κόσμο. Σε μικρή απόσταση με τα πόδια από το τουριστικό παλιό λιμάνι της Κοπεγχάγης, η Christiania καλύπτει έκταση 84 στρεμμάτων και αποτελείται από ένα μείγμα εργαστηρίων, γκαλερί τέχνης, μουσικών χώρων, αυτοκατασκευασμένων σπιτιών και καταστημάτων τροφίμων.
Οι κάτοικοι της Christiania που περιγράφονται ως «κοινωνία μέσα σε μια κοινωνία» ανέπτυξαν το δικό τους σύνολο κανόνων, ανεξάρτητα από την κυβέρνηση της Δανίας, απαγορεύοντας την κλοπή, τη βία, τα όπλα, τα μαχαίρια και τα σκληρά ναρκωτικά. Οι κάτοικοι ήρθαν πολλές φορές σε σύγκρουση τόσο με το δανικό κράτος όσο και με “φιλήσυχους πολίτες” κατά τη διάρκεια των δεκαετιών και υπάρχει μια μακρά ιστορία αντίστασης, ταραχών, βίας, ακόμη και επιθέσεων με πυροβολισμούς ανάμεσα σε εμπόρους ναρκωτικών. Ένα από τα βασικά αξιοθέατα για ορισμένους επισκέπτες είναι η κύρια οδός της κοινότητας, η γνωστή Pusher Street, όπου το χασίς και η μαριχουάνα συνεχίζουν να πωλούνται ελεύθερα παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης για απαγόρευση του ελεύθερου εμπορίου τους.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι μας άρεσε αυτή η καταθλιπτική ατμόσφαιρα σε τούτο το μέρος της Christiania με τους εμπόρους ναρκωτικών να στέκονται σε κάθε γωνία και να σε πλησιάζουν για να πουλήσουν την “πραμάτεια” τους. Σίγουρα τούτο το εμπόριο έρχεται σε αντίθεση με τις διακηρυγμένες αρχές της “Ελεύθερης Πολιτείας” που ήλπιζε πως θα δημιουργούσε εδώ μια ελεύθερη και όχι μια εξαρτημένη Ζωή. Ήταν μια σκανδιναβική καλοκαιρινή μέρα τον Ιούλιο όταν φτάσαμε και είδαμε νέους ανθρώπους να καπνίζουν χασίσι και να χασκογελούν στην κορυφή των παλιών στρατιωτικών προμαχώνων με θέα το καφενείο Nemoland και το Woodstock Bar, ενώ την ίδια ώρα οικογένειες με μικρά παιδιά απολάμβαναν ένα μεσημεριανό γεύμα στο Grøntsagen, ένα φημισμένο vegetarian εστιατόριο. Ακριβώς λίγο πιο κάτω στο δρόμο κάποιες παρέες που κάθονταν σε κύκλο, τραγουδούσαν με κιθάρες τραγούδια του Bob Dylan μπροστά από το παντοπωλείο "old school" της κοινότητας.
Κρίνοντας από το θέαμα αυτό θα ήταν εύκολο να ισχυριστούμε ότι το ελεύθερο πνεύμα του “Καλοκαιριού της Αγάπης” έγινε εδώ πραγματικότητα και ότι η Κριστιάνια Φρίταουν πέτυχε στις προσπάθειές της να δημιουργήσει την «ουτοπία» των χίπις. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη. Η Christiania έγινε θύμα της δικής της επιτυχίας. Ο μαζικός τουρισμός με τις συνέπειές του έφτασε και εδώ και ορισμένοι κάτοικοι επέλεξαν να εγκαταλείψουν την κοινότητα μετά από τέσσερις δεκαετίες παραμονής για να ξεφύγουν από τις αυξανόμενες τιμές. Ο Jorgen Jensen, ένας ακτιβιστής που γνωρίσαμε στο Jazz Club, ζούσε στην Christiania από το ξεκίνημά της, όταν η κοινότητα ήταν τότε ένας χωματόδρομος με εγκαταλειμμένα κτήρια και κατοίκους κάποιους χίππις που ξεπήδησαν από το φεστιβάλ Thylejren (το Woodstock της Δανίας) το καλοκαίρι του 1970. O Jorgen ήταν τότε μόλις 17 ετών. Ένας ονειροπόλος ακτιβιστής του Κινήματος Προστασίας του Περιβάλλοντος, που διαδήλωσε ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ και τις πολιτικές της Παγκόσμιας Τράπεζας. Αλλά αφού έζησε στη Christiania για 48 χρόνια, ο Jensen έφυγε τον περασμένο Ιούνιο, επικαλούμενος οικονομικά προβλήματα από την ραγδαία άνοδο στις τιμές των ενοικίων. Το όνειρο έγινε πολύ ακριβό και οι ακτιβιστές του παρελθόντος το εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλο.
Πάντως ως underground μουσική σκηνή και ελεύθερος χώρος για κάθε είδους καλλιτεχνική έκφραση η Christiania συνεχίζει να τροφοδοτεί το Όνειρο και την Ελπίδα για κάτι το Διαφορετικό. Έτσι και μείς, το πλήρωμα του ωκεανόσκαφους Famagusta απολαύσαμε την country blues νύχτα μας χωρίς στεριανό χόρτο αλλά με πολύ σκωτσέζικο ουίσκι και καταπληκτική μουσική. Ο Ματρόζος Μπγιέρν έφυγε κατά τις 3 η ώρα τη νύχτα με την Τζαμαϊκανή, αφού πρώτα σιγουρεύτηκε πως ο φίλος του ο “μπακάλης,” που μας συνόδεψε όλη τη νύχτα στην μελωδική ουισκάδα, θα μας γύρναγε με ασφάλεια πίσω στο λιμάνι.