Η παραγκοταβέρνα “Es Verger”, πέντε χιλιόμετρα μετά το Alarό της Μαγιόρκας, πάνω στα κατακόρυφα του βουνού, θα μπορούσε νάταν σκηνικό ταινίας των Ιταλών αδελφών Ταβιάννι! Μιλάμε για μια στάνη με γιδοπρόβατα, που έγινε κάποτε ένα μικρό καπηλειό για μαγιορκανούς κυνηγούς και ευρωπαίους βουνολάτρες. Γίδα ή προβατίνα στα κάρβουνα, πατατούλα τηγανητή, σαλάτα με κατακόκκινα ζουμερά ντοματίνια, πράσινες πιπεριές και φρέσκο κρεμμυδάκι για δάγκωμα. Μπουκιά και συχώριο, που λέει και ο αγαπητός Μαμαλάκης!
Έτσι κάπως, από στόμα σε στόμα, μαθεύτηκε η στάνη, μπήκε στις κοσμοπολίτικες στήλες και νάσου μετά τα πούλμαν. 35 τραπέζια έστησε ο “Μπαρμπαγιώργος” για να φάνε και να πιούνε οι Γερμανίκαροι κι οι Παριζιάνοι. Μέχρι κι ο Αμερικανός πρέσβης από την Μαδρίτη και ο Καρδινάλιος της Μασσαλίας σταμάτησαν εδώ για να φαν και να γλείψουν τα δάκτυλά τους. Κι όπως συμβαίνει και με κάθε ιστορία, μετά από πεντέξι χρόνια, ξεφούσκωσε η είδηση και πέρασε στις πίσω σελίδες. Τότε ήταν που φτάσαμε εμείς. Καθυστερημένοι ιστορικά μεν, μιλημένοι από ντόπιους μεζεκλήδες δε. Και η στιγμή ταίριαζε!
Αφού νοικιάσαμε ένα σμπαράλι Seat Ibiza από τον ξενοδόχο μας, τραβήξαμε για τα βουνά της Τραμουντάνας, κατά το “Αλαρία” Alarό. Ο δρόμος στην αρχή περπατιώτανε, μετά στένευε και ξαναστένευε τόσο που, όποιος κατέβαινε το κατσάβραχο, έπρεπε να χωθεί σε ειδικά σκαμμένα λαγούμια, ώστε να μπορέσει να περάσει το αμάξι που ανηφόριζε. Βάλε δευτέρα, βάλε τρίτη, στροφή και ξανά στροφή, και πάλι δευτέρα, και η σκόνη να πηγαίνει σύννεφο μέσα και έξω από το Ibiza. Κάποια στιγμή που χάσαμε την υπομονή μας και νομίσαμε πως καταλήξαμε στο πουθενά, ακινητοποιήσαμε το παλιάμαξο, ανοίξαμε τις πόρτες και βγήκαμε έξω μπας και δούμε πλάτωμα για αναστροφή κι αφήσουμε την αναζήτηση για άλλη φορά. Με μεγάλη μας χαρά σταματήσαμε ένα Datsun, που κατέβαινε με θόρυβο την βουνοπλαγιά, και ρωτήσαμε τον οδηγό αν υπάρχει τελικά κάπου στο βουνό αυτό το ταβερνείο! “Ναι, παλικάρια! Υπάρχει! Καναδυό χιλόμετρα και φτάσατε! Προσέξτε μόνο τις προβατίνες και τα κατσίκια. Κυκλοφορούν ελεύθερα στο δρόμο...”
Έτσι και συνέβη. Μετά από λίγο είδαμε την Στάνη και το παρκοχώραφο για τα “μπάσες” και τις αμαξούδες καθώς και τις ελευθέρως βόσκουσες κατσίκες. Η κλήση στην χωράφα ήταν τόσο μεγάλη, που εκτός από χειρόφρενο, βάλαμε και μια πέτρα σφήνα στον τροχό μην τυχόν και κατρακυλήσει το παλιάμαξο. Κοιτάξαμε πίσω μας τον ορίζοντα. Τεντώνοντας τα χέρια, πήραμε μια βαθειά ανάσα και με την βεβαιότητα του πετυχημένου ταξιδιώτη ισιώσαμε για την ξυλόπορτα της παράγκας. Πρέπει νάταν εννιά το βράδυ. Ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τα βουνά της Τραμουντάνας κι ο ουρανός είχε ένα βαθύ χρυσόλαμπρο χρώμα. Η μυρωδιά από τα ξύλα που καίγονταν στον πέτρινο φούρνο σε τράβαγε από την μύτη.
Ανοίξαμε την βαριά πόρτα και κοιτάξαμε μέσα. Στα αριστερά ένα παλιό ψυγείο Coca-Cola, που δεξιά πάταγε ζαβά και τα μπουκάλια μέσα έγερναν σαν κακοφορτωμένη φορτηγίδα. Δίπλα του βρίσκονταν η μπάρα με τα κρασιά και τις μπύρες και δεξιά της ξεκίναγαν τα ξυλοτράπεζα, με πλαστικό κάλυμμα λουλουδάτο και καρέκλες ψάθινες, διαφορετικές η μιά από την άλλη. Μια παρέα Ισπανών καθόταν σε ένα τραπέζι στην πέρα γωνία και μια άλλη παρέα, φίλων της ιδιοκτήτριας, είχε ενώσει δυό τραπέζια στο κέντρο της ταβέρνας και έστηνε τα πιάτα για το φαγοπότι. Δίπλα, μια ακόμα κάμαρη με τραπέζια. Άδεια, με τις λάμπες να την φωτίζουν.
Η γριά ταβερνιάρισσα μας καλωσόρισε και μας έβαλε να κάτσουμε απέναντι από τον φούρνο με τα ξύλα. Ένα μαύρο ψηλόλιγνο παλικάρι έστεκε πίσω από την μπάρα και γρατζούναγε ένα μικρό τρανζίστορ. Από ότι μάθαμε αργότερα, ήταν ο παραγιός της, ένα αφρικανό ορφανό από το Μαρόκο. Μας μοίρασε από έναν παχύ πλαστικοποιημένο κατάλογο φαγητών, ρώτησε τι θα πιούμε και έφυγε. Ήταν τόσα τα διαφορετικά πιάτα που μπορούσες να παραγγείλεις, που δέκα λεπτά αργότερα, ακόμα ψάχναμε για την γεύση που θα ταίριαζε στον ουρανίσκο του καθενός μας! Η γριά ξανάρθε. Ακούμπησε πάνω στο τραπέζι τις μπύρες και έφυγε για να γυρίσει πίσω με το σπιτίσιο κοκκινέλι. Μια μπουκάλα χωρίς ταμπέλα, με θολό γυαλί, χρησιμοποιημένη και ξαναχρησιμοποιημένη πολλές φορές.
“Είναι δικό μας το κοκκινέλι. Από το αμπέλι μας...” είπε, και έβγαλε τον μισοστουμπωμένο φελλό από την μπουκάλα. Γέμισε τα ποτήρια του κρασιού, μας χαμογέλασε και αφού τράβηξε τους ανοιχτούς καταλόγους από τα χέρια μας, τους έκλεισε με γδούπο και δίχως δεύτερη κουβέντα μας είπε: “Σήμερα έχουμε κατσίκα στα κάρβουνα. Θα σας κάνω και καμιά πατάτα τηγανητή. Σαλατούλα θέλετε;”
Έτσι τέλειωσε η παραγγελία, χωρίς πολλές σκέψεις και με γεύση μία: κατσίκα στα κάρβουνα! Όταν ήρθε το φαΐ, το καλωσορίσαμε με ένα “ουάου” και πριν προλάβουν να στάξουν τα σάλια μας στο πιάτο, αρχίσαμε τις ορθοπεταλιές. Νάσου μπουκιά, νάσου γουλιά, και τα ποδάρια μας να μουδιάζουν από το αίμα που έφευγε κατά στομάχι μεριά.
Στο διπλανό τραπέζι έκατσε και η γριά ταβερνιάρισσα με τον γέρο μάστρο και όλο της το σόι. Δίπλα της αναπαύθηκε ο αραπάκος, που φόραγε μεγάλα τετράγωνα γυαλιά και όλο χαμογέλαγε. Στην μέση του τραπεζιού ακούμπησαν το τρανζίστορ, που μετέδιδε στην διαπασών έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Τρώγαν και ξανατρώγαν και σε κάθε αποτυχημένη προσπάθεια για γκολ, φώναζαν όλοι μαζί “ώοοοοοοοοοοο” και νάσου πάλι τα τσουγκρίσματα.
Όταν είδε η γριά ότι φάγαμε, σηκώθηκε από το τραπέζι της, πήγε στην κουζίνα και γυρνώντας πίσω μας πρόσφερε γλυκό του κουταλιού και μια ακόμα μποτίλια κοκκινέλι. “Για να μας θυμάστε” είπε. Μετά από κάποια ώρα, αφού αποστάξαμε και τον τελευταίο “ερυθρό,” πληρώσαμε, χαιρετίσαμε την παρέα της ταβερνιάρισσας και πήραμε το μονοπάτι για την χωράφα, όπου έστεκε μόνο του το Seat.
Είχε νυχτώσει για τα καλά κι ο δρόμος για την “Famagusta” μακρύς. Αφού ξυπνήσαμε την γάτα, που είχε ξαπλώσει στο καπό της μηχανής, βάλαμε μπρός το παλιάμαξο και κατηφορίσαμε για την Δικιά μας Θάλασσα. Ήταν Απρίλης του 2009. Ένας γλυκός χειμώνας στο Νότο. Η Famagusta επισκευαζόταν στο καρνάγιο μετά τις ζημιές του τυφώνα Klaus και σε δυό βδομάδες θα άρχιζε και πάλι το Ταξίδεμα για την μακρινή και παγωμένη Βαλτική Θάλασσα!