Το Λιμάνι του Dover αποτελεί τον ομφάλιο λώρο του “Ηνωμένου Βασιλείου” που το συνδέει με την ευρωπαϊκή ήπειρο. Καράβια πάσης φύσεως και αυτοσχέδια φουσκωτά Αφρικανών εμιγκρέδων πασχίζουν καθημερινά να διασχίσουν στο σημείο αυτό το Κανάλι της Αγγλίας. Ένα Κανάλι, που πολλές φορές στο παρελθόν, κατάπιε πάνω στον θυμό του ολόκληρες ισπανικές αρμάδες, όταν τούτες στο όνομα του Καθολικισμού τόλμησαν να βάλουν πλώρη για να κατακτήσουν το άπιστο Προτεσταντικό Βασίλειο της Αγγλίας.
Κι όμως, παρά την στρατηγική της θέση, η πόλη του Dover, που ο κάθε ταξιδιώτης θα περίμενε να μοιάζει με ένα Μικρό Λονδίνο, που θα τον καλωσορίσει και θα τον μαγέψει παρουσιάζοντάς του μεγαλόπρεπα κτίσματα βρετανικής αρχιτεκτονικής και μηχανικής τέχνης, δεν δίνει δυστυχώς αυτή την εικόνα. Το μεταθατσερικό Dover απογοητεύει τον περαστικό. Οι νταλίκες, που με θόρυβο βγαίνουν από τα οχηματαγωγά της γραμμής Dover-Calais, παίρνουν με βιασύνη την περιφραγμένη και γεμάτη από σκουπίδια λεωφόρο Α20, μια λεωφόρο που τους οδηγεί προς τους δυτικούς λόφους της πόλης και από εκεί προς την εθνική Μ20 για Λονδίνο. Κανένας ταξιδιώτης δεν γυρνά το κεφάλι του δεξιά προς την μεριά της πόλης. “Ούτε ένα σάντουιτς δεν θα αγοράσουν οι νταλικέρηδες;” “Μα που να το βρουν Γιάννη μου; Χώρος Στάθμευσης δεν υπάρχει πουθενά, ούτε δεξιά ούτε αριστερά από τον δρόμο και όλες οι ταμπέλες δείχνουν αποκλειστικά και μόνο την ΕΞΟΔΟ από την πόλη… Είδες εσύ κανένα Γυράδικο; Έστω καμιά καντίνα μετανάστη; Μα ούτε και MacDonalds δεν έχει αυτός ο τόπος;” “Γρήγορα, από δω δεξιά. Nα φύγετε αμέσως! Δεν σταματάνε εδώ οι νταλίκες. Go, Go!” “Γιάννη, που θα φάμε κάτι τις; Τι πόλη είναι αυτή; Και προς νερού μας;”
Κάπως έτσι γίνεται η αποβίβαση από τα καράβια. Ιδιωτικά αμάξια και νταλίκες κάθε είδους στριμώχνονται μέσα σε οριοθετημένους παράλληλους διαδρόμους του ενός οχήματος και οδηγούνται στο πρώτο roundabout για την έξοδο από την πόλη. Πουθενά ταμπέλες, που να διαφημίζουν την πόλη και τα αξιοθέατά της. Τίποτα που να καλεί τον περαστικό ταξιδιώτη να σταματήσει για λίγο εδώ, να φάει σε κάποια υπαίθρια πλατεία και να βγάλει κάποιες αναμνηστικές φωτογραφίες.
Τούτο εδώ το λιμάνι και η πόλη που το περιστοιχίζει έπεσε στα χρόνια του άγριου θατσερισμού σε βαριά κατάθλιψη. Όπου υπήρχε μικρό ναυπηγείο “η Σιδηρά Κυρία” το έκλεισε και όπου υπήρχαν βιοτεχνίες με οικονομικά προβλήματα, τις απέκλεισε από νέες δανειοδοτήσεις και τους έβαλε λουκέτο. Χιλιάδες εργάτες έμειναν χωρίς δουλειά. Η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη. Πολύς κόσμος άρχισε να ζει με μικροεπιδόματα βοηθείας από το κράτος. Τα σπίτια τους ρήμαξαν, οι δρόμοι μέσα στην πόλη από την περιορισμένη συντήρηση γέμισαν λακκούβες και πολλά μικρομάγαζα κατέβασαν τα ρολά τους. Όπως σχεδόν και σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός των μεγαλουπόλεων, ο τοπικός πληθυσμός άρχισε να ζει στα όρια της πείνας.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός, πως τούτοι εδώ οι ντόπιοι δεν είχαν διάθεση να βλέπουν καλοντυμένους τουρίστες να τους φωτογραφίζουν ή να τους ακούν να σχολιάζουν και να περιγελούν τα κακοσυντηρημένα σπίτια τους. Έτσι, λοιπόν, και ο Δήμαρχος έφτιαξε καινούργιους δρόμους στο λιμάνι, περιφραγμένους, που να οδηγούν τους ταξιδιώτες μια και έξω από τον Δήμο του. Δεν είχε λεφτά ο άμοιρος ούτε να βάψει τις προσόψεις των σπιτιών που στέκουν σε πρώτη γραμμή πάνω στο δρόμο της εξόδου από την πόλη. Μα με τόσο πλούσιο λιμάνι και η πόλη του να δυστυχεί; Ναι! Καλά να είναι η κυρία Θάτσερ, που κάποιοι Τόρρηδες ακόμα και σήμερα την εξυμνούν. Τα λιμάνια έπαψαν την περίοδο της διακυβέρνησής της να βοηθούν οικονομικά τις τοπικές κοινωνίες και η Επιχείρηση “Λιμένας Ντόβερ” δεν νοιάζεται πια για την πόλη ούτε και μοιράζεται ποσοστό από τα κέρδη του με τους δημότες της. Πάλι καλά που απασχολεί και ένα μικρό ποσοστό ντόπιων εργαζομένων.
Την “ανήσυχη ιστιοπλοϊκή τετραετία” 2011-2015 που η κοσμογυρίστρα Famagusta έπιανε το λιμάνι του Dover, η κατάσταση στην πόλη ήταν λίγο πολύ όπως την περιέγραψα ήδη: μια εικόνα παρακμής ενός πρώην πλούσιου αποικιοκράτη. Ξεφλουδισμένοι από τον χρόνο τοίχοι σπιτιών, μουχλιασμένες προσόψεις κυβερνητικών κτηρίων, δρόμοι βρώμικοι, πλατείες με αποφάγια περαστικών και γλάρους που αποτελείωναν τα πεταμένα υπολείμματα από συσκευασίες Fish and Chips.
Παρόλα αυτά, για τους ναυτικούς και τους Πανάδες των γύρω κρατών, το Dover σήμαινε ανέκαθεν το φιλόξενο και ασφαλές λιμάνι στην μπούκα του Καναλιού της Αγγλίας. Σήμαινε την ανάσα και την ανάπαυλα, που θα απολάμβαναν οι κάθε λογής Άνθρωποι της Θάλασσας. Το τι κάναν τούτοι οι Στεριανοί στους πίσω δρόμους ήταν άλλη ιστορία.
“Famagusta, Famagusta, Famagusta καλεί Λιμένα Dover. Over.” “Εδώ Λιμένας Dover. Εδώ Λιμένας Dover. Σας ακούμε. Over.” “Εδώ Famagusta. Ζητάμε άδεια κατάπλου για την Μαρίνα. Over.” “Εδώ Λιμένας Dover. Καλωσορίσατε. Μπορείτε να εισέλθετε ελεύθερα. Over.”
Με τα φώτα πορείας του ιστιοφόρου μας να φωτίζουν την αφέγγαρη νύχτα με πράσινες ανταύγειες στα δεξιά και κόκκινες στα αριστερά, αφήναμε πίσω μας την μπούκα του δυτικού λιμενοβραχίονα. Με την μηχανή να σιγανοδουλέυει στις 700 στροφές τραβάγαμε μαγεμένοι από την ήσυχη νύχτα προς την μεριά της Μαρίνας. Και ενώ πλέαμε σιγά σιγά για τις πλωτές προβλήτες και με απόλυτη σιγή από το πλήρωμα, που έστεκε σε επιφυλακή για τις μανούβρες πλευρίσματος, ακούστηκε μια φωνή από την μεριά του λιμενοβραχίονα. “Welcome Famagusta. Οι φίλοι σας σας περιμένουν. See you in the Club!”
Μα τον Δία! Ήταν ο νυχτοφύλακας της Μαρίνας, o γνωστός “Wee John” (μικρόσωμος Τζών), ένας κοντούλης κοκκινοτρίχης Σκωτζέζος, που ξέμεινε εδώ στο Νότο και τάπινε (στα κρυφά) κάθε μεσημέρι με τον δικό μας Πανά τον Bernard Houston στον Ναυτικό ’Ομιλο του Royal Cinque Ports Yacht Club.
Και εκεί που αλληλοχαιρετιόμασταν μια δεύτερη φωνή ακούστηκε ξαφνικά, και τούτη τη φορά πλώρα, από την κουβέρτα της Famagusta, εκεί που έστεκε ο Andreas για να δει το σημείο που έπρεπε να δέσουμε: “Georgios, στα δεξιά μας είναι η περιοχή της Μαρίνας που μας έχουν φυλάξει την θέση.” “Andreas, δες για ένα δικάταρτο. Δίπλα του πρέπει να δέσουμε.” “Εκεί, δεξιά, Georgios. Την βλέπω την θέση. Είναι από την έξω μεριά. Ελεύθερη για πλαγιοδέτηση.” “Φέρτε όλα τα μπαλόνια στα δεξιά του σκάφους. Ετοιμαστείτε για πλαγιοδέτηση!”
Σε λίγα λεπτά η Famagusta είχε δέσει. Έσβησα την μηχανή και βγάζοντας από πάνω μου την νυτσεράδα, κατέβηκα στην κουζίνα και βούτηξα από την ραφιέρα τον Johnnie για τα Καλωσορίσματα… “Πλήρωμα, τούτη τη φορά θα σας σερβίρει ο καπετάνιος. Κι αυτό γιατί το αξίζετε! Φτάσαμε από την ισπανική A Coruna εδώ στο Dover μέσα σε 100 ώρες! Θέλω να ακούσω δυνατά την ιαχή μας. Ελάτε, όλοι μαζί. Για να ακούσω λοιπόν...”
“Urahhh! Urrahhh! Urahhh!”
“Andreas, για να ακούσουμε τώρα κι από σένα την “Αναγγελία Κατάπλου και Καλωσορισμάτων”…
“ FAMAGUSTA ANTE PORTAS” ...Καπετάνιε!